άβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄβρωτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ακατάλληλος]] για [[φάγωμα]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που δεν φαγώθηκε, [[αφάγωτος]]<br /><b>3.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που δεν έχει φάει, [[αφάγωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]].
|mltxt=[[ἄβρωτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ακατάλληλος]] για [[φάγωμα]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που δεν φαγώθηκε, [[αφάγωτος]]<br /><b>3.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που δεν έχει φάει, [[αφάγωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄβρωτος, -ον (Α)
1. ο ακατάλληλος για φάγωμα
2. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν φαγώθηκε, αφάγωτος
3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν έχει φάει, αφάγωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + βρωτός < βιβρώσκω.