γεωρύχος: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(8)
(1a)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[γεωρύχος]], -ον)<br />([[κυρίως]] για [[τρωκτικά]] ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους [[μέσα]] σ' αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[ορύσσω]]].
|mltxt=ο (Α [[γεωρύχος]], -ον)<br />([[κυρίως]] για [[τρωκτικά]] ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους [[μέσα]] σ' αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[ορύσσω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεωρύχος:''' [ῠ], -ον (γῆ, [[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει, ανασκάπτει τη γη, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[γῆ, [[ὀρύσσω]]<br />throwing up the [[earth]], Strab.
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

γεωρύχος: [ῠ], -ον, (γῆ, ὀρύσσω) ὁ ἀνασκάπτων τὴν γῆν, Στράβων 144.

Greek Monolingual

ο (Α γεωρύχος, -ον)
(κυρίως για τρωκτικά ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους μέσα σ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + ορύσσω].

Greek Monotonic

γεωρύχος: [ῠ], -ον (γῆ, ὀρύσσω), αυτός που σκάβει, ανασκάπτει τη γη, σε Στράβ.

Middle Liddell

[γῆ, ὀρύσσω
throwing up the earth, Strab.