γαυριάζω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική [[ορμή]], [[βαρβατεύω]]<br /><b>2.</b> [[γαυριώ]], [[καμαρώνω]]<br /><b>3.</b> [[εκδηλώνω]] όλη μου τη [[ζωτικότητα]] για να πετύχω [[κάτι]]<br /><b>4.</b> εξαγριώνομαι, [[μαίνομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[γαυριώ]], με μεταπλασμό [[κατά]] τα εις -<i>ζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρουφίζω</i>-<i>ρουφώ</i>, <i>βλογίζω</i>-[[βλογώ]] κ.λπ.].
|mltxt=<b>1.</b> (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική [[ορμή]], [[βαρβατεύω]]<br /><b>2.</b> [[γαυριώ]], [[καμαρώνω]]<br /><b>3.</b> [[εκδηλώνω]] όλη μου τη [[ζωτικότητα]] για να πετύχω [[κάτι]]<br /><b>4.</b> εξαγριώνομαι, [[μαίνομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[γαυριώ]], με μεταπλασμό [[κατά]] τα εις -<i>ζω</i> ([[πρβλ]]. <i>ρουφίζω</i>-<i>ρουφώ</i>, <i>βλογίζω</i>-[[βλογώ]] κ.λπ.].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω
2. γαυριώ, καμαρώνω
3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι
4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις -ζω (πρβλ. ρουφίζω-ρουφώ, βλογίζω-βλογώ κ.λπ.].