εκδηλώνω
Greek Monolingual
(AM ἐκδηλῶ, -όω)
καθιστώ έκδηλο κάτι, δείχνω κάτι σαφώς, φανερώνω («εξεδήλωσε την ευγνωμοσύνη του»)
νεοελλ.
1. παθ. (για πράγμ.) εμφανίζομαι, ξεσπώ («εκδηλώθηκε στάση»)
2. μέσ. φανερώνω τίς προθέσεις μου («εκδηλώθηκε υπέρ της βασιλείας»)
3. μτφ. εκδηλώθηκε φανέρωσε κάτι που προσπαθούσε επιμελώς να κρύψει.