καμαρώνω

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310

Greek Monolingual

(AM καμαρῶ, -όω, Μ και καμαρώνω)
κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω
(νεοελλ.-μσν)
1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν γαμπρός»)
2. θαυμάζω, κοιτάζω κάποιον ή κάτι με θαυμασμό, με στοργή, με χαρά ή υπερηφάνεια («καμαρώνει τα παιδιά της»)
3. (με ειρωνική σημ.) βλέπω και ντρέπομαι («καμάρωσε τον προκομμένο σου έτσι που κατάντησε»)
4. στέκομαι ή κάθομαι ή βαδίζω με προσποιητή σοβαρότητα, με ακκισμούς, με νάζια
5. έχω όψη χαρούμενη, γιορταστική, χαίρομαι
6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) καμαρωμένος, -η, -ον
α) καμαρωτός
β) αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος
γ) αξιαγάπητος, ελκυστικός, χαριτωμένος («επρόβαλεν... νιος καμαρωμένος», Ερωτόκρ)
δ) (για γυναίκα) η κακής διαγωγής, που έχει ελευθέρια ήθη («εξαπολυμένας και καμαρωμένας γυναίκας», Σοφιαν.)
7. παροιμ. α) «που καμαρώνει γι' αφεντιά, πρέπος κι αφέντης νά 'ναι» — αυτός που έχει την αξίωση να αναγνωρίζεται ως ευγενής πρέπει πράγματι να έχει ευγένεια
β) «καμαρώνουν τ' άτια, μα να καμαρώνουν κι οι γαϊδάροι!» — γι' αυτούς που έχουν αλαζονεία χωρίς να έχουν καμιά αξία
γ) «καμαρώνει το κουρκούτι και γυρεύει πρόβειο γάλα» — γι' αυτούς που απαιτούν διακρίσεις χωρίς να αξίζουν
δ) «τί να καμαρώσεις πρώτα, την τσεβδιά του ή την καμπούρα ή την έρμη του την κούτρα» — για ανθρώπους με πολλά σωματικά ελαττώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα
η αρχική σημ. της λ. είναι «κάμπτω το σώμα μου, κυρτώνομαι έτσι ώστε το σώμα μου να σχηματίσει καμάρα». Η σημ. της λ. στη Νέα Ελληνική «υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι» προήλθε πιθ. από τη χρήση της στους μσν. χρόνους προκειμένου να δηλώσει το κύρτωμα του αυχένα του αλόγου προς επίδειξη υπερηφάνειας. Το γεγονός ότι η λ. δεν χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου σήμερα μ' αυτή τη σημ. δημιουργεί δυσκολίες στην αποδοχή αυτής της ερμηνείας. Κατ' άλλους, η σημερινή σημ. της λ. προκύπτει από την υπόκλιση που έκανε η νύφη για να χαιρετίσει τους παλιούς και νέους συγγενείς της σε γαμήλια έθιμα της μσν. περιόδου. Η ερμηνεία αυτή βασίζεται κυρίως στο ότι, σε ορισμένες περιοχές, η λ. χρησιμοποιείται για τη νύφη, μέχρι σήμερα. Οι σημασιολογικές δυσχέρειες που γεννά αυτή η ερμηνεία είναι ότι το προσκύνημα αυτό θεωρείται κοπιαστικό και δύσκολα επομένως μπορεί να συσχετιστεί με αισθήματα υπερηφανείας].