ἑκοντήν: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(10) |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekontin | |Transliteration C=ekontin | ||
|Beta Code=e(konth/n | |Beta Code=e(konth/n | ||
|Definition=Adv. = | |Definition=Adv. = [[ἑκοντηδόν]], Theognost. ''Can.'' 161.24, Arr. ap. Suid., SIG 880.48 (Pizus). — The remark of Phryn. I (ἑκοντὴν οὐ χρὴ λέγειν, ἀλλ' ἐθελοντήν) refers not to this Adv., but to a Noun ἑκοντής, ου, ὁ, used by Epict. ''Gnom.'' 67 ; ἑαυτὸν ἑκοντὴν παρέχων ''IPE'' 1². 40.21 (Olbia, ii/iii AD). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=adv. [[voluntariamente]] νενεωκόρηκεν μὲν ἑ. πάσας τὰς νε[ωκορεία] ς <i>SEG</i> 18.343.45 (Tasos I a./d.C.), τοὺς βουλομένους ἑ. τοῦτο ποιεῖν <i>IGBulg</i>.3.1690e.57 (III d.C.), cf. Arr.<i>Parth</i>.93, Theognost.<i>Can</i>.p.161.24. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑκοντήν''': ἐπίρρ. = τῷ προηγ., Θεογν. Κανόνες ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2. σ. 161. 24, Ἀρριαν. παρὰ Σουΐδ., Ἐπιγραφ. Βοσπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 20. - Ἡ [[παρατήρησις]] τοῦ Φρυν. σ. 4 (ἑκοντὴν οὐ χρὴ λέγειν, ἀλλ’ ἐθελοντὴν) ἀναφέρεται οὐχὶ εἰς τοῦτο τὸ ἐπίρρ., ἀλλ’ εἰς τὸ [[ὄνομα]] ἑκοντής, οῦ, ὁ, [[ὅπερ]] μεταχειρίζεται ὁ Ἐπίκτητ. Ἀποσπ. 88, καί τινες μεταγεν. συγγραφεῖς. | |lstext='''ἑκοντήν''': ἐπίρρ. = τῷ προηγ., Θεογν. Κανόνες ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2. σ. 161. 24, Ἀρριαν. παρὰ Σουΐδ., Ἐπιγραφ. Βοσπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 20. - Ἡ [[παρατήρησις]] τοῦ Φρυν. σ. 4 (ἑκοντὴν οὐ χρὴ λέγειν, ἀλλ’ ἐθελοντὴν) ἀναφέρεται οὐχὶ εἰς τοῦτο τὸ ἐπίρρ., ἀλλ’ εἰς τὸ [[ὄνομα]] ἑκοντής, οῦ, ὁ, [[ὅπερ]] μεταχειρίζεται ὁ Ἐπίκτητ. Ἀποσπ. 88, καί τινες μεταγεν. συγγραφεῖς. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐκοντήν (AM)<br /><b>επίρρ.</b> εκουσίως. | |mltxt=ἐκοντήν (AM)<br /><b>επίρρ.</b> εκουσίως. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:05, 1 October 2022
English (LSJ)
Adv. = ἑκοντηδόν, Theognost. Can. 161.24, Arr. ap. Suid., SIG 880.48 (Pizus). — The remark of Phryn. I (ἑκοντὴν οὐ χρὴ λέγειν, ἀλλ' ἐθελοντήν) refers not to this Adv., but to a Noun ἑκοντής, ου, ὁ, used by Epict. Gnom. 67 ; ἑαυτὸν ἑκοντὴν παρέχων IPE 1². 40.21 (Olbia, ii/iii AD).
Spanish (DGE)
adv. voluntariamente νενεωκόρηκεν μὲν ἑ. πάσας τὰς νε[ωκορεία] ς SEG 18.343.45 (Tasos I a./d.C.), τοὺς βουλομένους ἑ. τοῦτο ποιεῖν IGBulg.3.1690e.57 (III d.C.), cf. Arr.Parth.93, Theognost.Can.p.161.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκοντήν: ἐπίρρ. = τῷ προηγ., Θεογν. Κανόνες ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2. σ. 161. 24, Ἀρριαν. παρὰ Σουΐδ., Ἐπιγραφ. Βοσπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 20. - Ἡ παρατήρησις τοῦ Φρυν. σ. 4 (ἑκοντὴν οὐ χρὴ λέγειν, ἀλλ’ ἐθελοντὴν) ἀναφέρεται οὐχὶ εἰς τοῦτο τὸ ἐπίρρ., ἀλλ’ εἰς τὸ ὄνομα ἑκοντής, οῦ, ὁ, ὅπερ μεταχειρίζεται ὁ Ἐπίκτητ. Ἀποσπ. 88, καί τινες μεταγεν. συγγραφεῖς.
Greek Monolingual
ἐκοντήν (AM)
επίρρ. εκουσίως.