διακονίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(9)
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[administrar]] en v. pas. ἡ διακονισαμένη (χάρις) τῇ ἐν ἀνθρώποις [[αὐτοῦ]] (τοῦ Ὑιοῦ) παρόδῳ λέλεκται κεχαριτωμένη Origenes <i>Fr.in Ps</i>.44.3 (p.40), cf. Sch.Nic.<i>Th</i>.349b (cód.).
|dgtxt=[[administrar]] en v. pas. ἡ διακονισαμένη (χάρις) τῇ ἐν ἀνθρώποις αὐτοῦ (τοῦ Ὑιοῦ) παρόδῳ λέλεκται κεχαριτωμένη Origenes <i>Fr.in Ps</i>.44.3 (p.40), cf. Sch.Nic.<i>Th</i>.349b (cód.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και διακονίζομαι (Μ [[διακονίζω]])<br />[[διακονεύω]], [[ζητιανεύω]].
|mltxt=και διακονίζομαι (Μ [[διακονίζω]])<br />[[διακονεύω]], [[ζητιανεύω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:30, 11 December 2022

German (Pape)

[Seite 583] = διακονέω, VLL., aber l. d.

Spanish (DGE)

administrar en v. pas. ἡ διακονισαμένη (χάρις) τῇ ἐν ἀνθρώποις αὐτοῦ (τοῦ Ὑιοῦ) παρόδῳ λέλεκται κεχαριτωμένη Origenes Fr.in Ps.44.3 (p.40), cf. Sch.Nic.Th.349b (cód.).

Greek Monolingual

και διακονίζομαι (Μ διακονίζω)
διακονεύω, ζητιανεύω.