διακονίζω

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

German (Pape)

[Seite 583] = διακονέω, VLL., aber l. d.

Spanish (DGE)

administrar en v. pas. ἡ διακονισαμένη (χάρις) τῇ ἐν ἀνθρώποις αὐτοῦ (τοῦ Ὑιοῦ) παρόδῳ λέλεκται κεχαριτωμένη Origenes Fr.in Ps.44.3 (p.40), cf. Sch.Nic.Th.349b (cód.).

Greek Monolingual

και διακονίζομαι (Μ διακονίζω)
διακονεύω, ζητιανεύω.