εντομόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(12)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τα έντομα<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> όρος που αναφέρεται σε φυτά στα οποία η [[επικονίαση]] γίνεται με τα έντομα<br />τα [[άνθη]] τους έχουν [[συνήθως]] λίγους στήμονες και άφθονο [[νέκταρ]] (π.χ. τα [[άνθη]] της φασκομηλιάς, της βανίλιας <b>κ.ά.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[εντομόφιλος]]<br />[[γένος]] πτηνών της οικογένειας τών μελιφαγιδών.
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τα έντομα<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> όρος που αναφέρεται σε φυτά στα οποία η [[επικονίαση]] γίνεται με τα έντομα<br />τα [[άνθη]] τους έχουν [[συνήθως]] λίγους στήμονες και άφθονο [[νέκταρ]] (π.χ. τα [[άνθη]] της φασκομηλιάς, της βανίλιας <b>κ.ά.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[εντομόφιλος]]<br />[[γένος]] πτηνών της οικογένειας τών μελιφαγιδών.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αγαπά τα έντομα
2. βοτ. όρος που αναφέρεται σε φυτά στα οποία η επικονίαση γίνεται με τα έντομα
τα άνθη τους έχουν συνήθως λίγους στήμονες και άφθονο νέκταρ (π.χ. τα άνθη της φασκομηλιάς, της βανίλιας κ.ά.)
3. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο εντομόφιλος
γένος πτηνών της οικογένειας τών μελιφαγιδών.