επικονίαση
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
η
1. εναπόθεση σκόνης, επίστρωση με κονίαμα
2. βοτ. η μεταφορά της γύρης από τον ανθήρα και η εναπόθεσή της πάνω στο στίγμα του άνθους, η οποία γίνεται με τον άνεμο ή τα έντομα και έχει ως αποτέλεσμα τη γονιμοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κονίαση (< κονία). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Κωνστ. Μητσόπουλο].