αγελαδοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που εκτρέφει συστηματικά και συντηρεί αγελάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγελάδα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> (= [[περιποιούμαι]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγελαδοκομία]], <i>αγελαδοκομικός</i>].
|mltxt=ο<br />αυτός που εκτρέφει συστηματικά και συντηρεί αγελάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγελάδα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> (= [[περιποιούμαι]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγελαδοκομία]], <i>αγελαδοκομικός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
αυτός που εκτρέφει συστηματικά και συντηρεί αγελάδες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγελάδα + -κόμος < κομῶ (= περιποιούμαι).
ΠΑΡ. αγελαδοκομία, αγελαδοκομικός].