τετάρπετο: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetarpeto
|Transliteration C=tetarpeto
|Beta Code=teta/rpeto
|Beta Code=teta/rpeto
|Definition=τετᾰν-πόμενος, τετᾰν-πώμεσθα, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[τέρπω]].</span>
|Definition=τεταρπόμενος, τεταρπώμεσθα, v. [[τέρπω]].
}}
{{ls
|lstext='''τετάρπετο''': -πώμεσθα, -πόμενος, ἴδε ἐν λ. [[τέρπω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[τέρπω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετάρπετο:''' γʹ ενικ. με αναδιπλ. Παθ. αορ. βʹ του [[τέρπω]]· τεταρπώμεσθα, αʹ πληθ. υποτ. τεταρπόμενος, μτχ.
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετάρπετο Medium diacritics: τετάρπετο Low diacritics: τετάρπετο Capitals: ΤΕΤΑΡΠΕΤΟ
Transliteration A: tetárpeto Transliteration B: tetarpeto Transliteration C: tetarpeto Beta Code: teta/rpeto

English (LSJ)

τεταρπόμενος, τεταρπώμεσθα, v. τέρπω.

Greek (Liddell-Scott)

τετάρπετο: -πώμεσθα, -πόμενος, ἴδε ἐν λ. τέρπω.

English (Autenrieth)

see τέρπω.

Greek Monotonic

τετάρπετο: γʹ ενικ. με αναδιπλ. Παθ. αορ. βʹ του τέρπω· τεταρπώμεσθα, αʹ πληθ. υποτ. τεταρπόμενος, μτχ.