εξημερώνω: Difference between revisions

(12)
 
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξημερῶ, -όω) [[ημερώ]]<br />[[μετατρέπω]] [[κάτι]] ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῑαν»)<br /><b>2.</b> [[εκπολιτίζω]] («ἔτι μᾱλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπραΰνω]].
|mltxt=(AM ἐξημερῶ, -όω) [[ημερώ]]<br />[[μετατρέπω]] [[κάτι]] ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῖαν»)<br /><b>2.</b> [[εκπολιτίζω]] («ἔτι μᾶλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπραΰνω]].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐξημερῶ, -όω) ημερώ
μετατρέπω κάτι ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῖαν»)
2. εκπολιτίζω («ἔτι μᾶλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», Πλάτ.)
3. καταπραΰνω.