άηχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄηχος]], -ον)<br />ο [[δίχως]] ήχο, αυτός που δεν παράγει ήχο ή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἧχος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αηχία]]]·
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄηχος]], -ον)<br />ο [[δίχως]] ήχο, αυτός που δεν παράγει ήχο ή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἧχος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αηχία]]]·
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄηχος, -ον)
ο δίχως ήχο, αυτός που δεν παράγει ήχο ή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ἧχος.
ΠΑΡ. αηχία