αιτιατική: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α αἰτιατική)<br />μία από τις πλάγιες πτώσεις, η τέταρτη [[κατά]] [[σειρά]] της αρχαίας και η [[τρίτη]] της [[νέας]] ελληνικής γλώσσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[αἰτιατός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αιτιατικοσύντακτος</i>, [[αιτιατικοφανής]]].
|mltxt=η (Α αἰτιατική)<br />μία από τις πλάγιες πτώσεις, η τέταρτη [[κατά]] [[σειρά]] της αρχαίας και η [[τρίτη]] της [[νέας]] ελληνικής γλώσσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. [[αἰτιατός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αιτιατικοσύντακτος</i>, [[αιτιατικοφανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α αἰτιατική)
μία από τις πλάγιες πτώσεις, η τέταρτη κατά σειρά της αρχαίας και η τρίτη της νέας ελληνικής γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. αἰτιατός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιτιατικοσύντακτος, αιτιατικοφανής].