αινιγματικός: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[αἰνιγματικός]])<br />όμοιος με [[αίνιγμα]], [[ασαφής]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἴνιγμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αινιγματικότητα]]].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[αἰνιγματικός]])<br />όμοιος με [[αίνιγμα]], [[ασαφής]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἴνιγμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αινιγματικότητα]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:48, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ αἰνιγματικός)
όμοιος με αίνιγμα, ασαφής, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴνιγμα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αινιγματικότητα].