αινιγματικός: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[αἰνιγματικός]])<br />όμοιος με [[αίνιγμα]], [[ασαφής]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό (Μ [[αἰνιγματικός]])<br />όμοιος με [[αίνιγμα]], [[ασαφής]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἴνιγμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αινιγματικότητα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:48, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ αἰνιγματικός)
όμοιος με αίνιγμα, ασαφής, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴνιγμα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αινιγματικότητα].