αἰνιγματικός
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
αἰνιγματική, αἰνιγματικόν, = αἰνιγματώδης. Adv. αἰνιγματικῶς = in riddles, darkly, Sch.E.Hipp.337.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 enigmático, ille clarum esse somnium dixit, et nihil aenigmaticum Cassiod.Hist.ML.69.1125.
2 adv. αἰνιγματικῶς = de manera enigmática u oscura αἰνιγματικῶς θέλει φράσαι τὸν ἔρωτα Sch.E.Hipp.337.