ζωοσταγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζωοσταγής]], -ές (Μ)<br />αυτός που στάζει ζωή («[[ζωοσταγής]] [[βότρυς]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στάζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>σταγής</i>, <i>μελι</i>-<i>σταγής</i>].
|mltxt=[[ζωοσταγής]], -ές (Μ)<br />αυτός που στάζει ζωή («[[ζωοσταγής]] [[βότρυς]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στάζω]]), [[πρβλ]]. [[αιμοσταγής]], [[μελισταγής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:43, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

ζωοσταγής: -ές, ὁ στάζων ζωήν, βότρυς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne).

Greek Monolingual

ζωοσταγής, -ές (Μ)
αυτός που στάζει ζωή («ζωοσταγής βότρυς», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -σταγης (< στάζω), πρβλ. αιμοσταγής, μελισταγής].