ικεταδόκος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱκεταδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που δέχεται τους ικέτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] / <i>ἱκέτᾱς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεωρο</i>-[[δόκος]], <i>ξενο</i>-[[δόκος]].
|mltxt=[[ἱκεταδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που δέχεται τους ικέτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] / <i>ἱκέτᾱς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[θεωροδόκος]], [[ξενοδόκος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἱκεταδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται τους ικέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης / ἱκέτᾱς + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. θεωροδόκος, ξενοδόκος.