ἰξαλῆ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(17)
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iksali
|Transliteration C=iksali
|Beta Code=i)calh=
|Beta Code=i)calh=
|Definition=(<b class="b3">ἰξάλη</b> in codd., but <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἰξαλῆ <span class="bibl">Ael.Dion.<span class="title">Fr.</span>398</span>), ἡ, <b class="b2">goat's skin</b> (<b class="b3">τελείας αἰγὸς δέρμα</b>, Erot.), <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>29</span>, cf. Gal.19.106; used as a dress for actors in satyric dramas, <span class="bibl">Poll.4.118</span>. (ἰζάλη Hsch., ἰζάνη Poll. l.c., ἰσάλη Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>72</span>; cf. the forms ἰσσέλα, ἰτθέλα, ἰσθλῆ Hsch., ἰσσέλη Theognost.<span class="title">Can.</span>14: cf. sq.)</span>
|Definition=([[ἰξάλη]] in codd., but ἰξαλῆ Ael.Dion.''Fr.''398), ἡ, [[goat's skin]] (<b class="b3">τελείας αἰγὸς δέρμα</b>, Erot.), Hp.''Fract.''29, cf. Gal.19.106; used as a dress for actors in satyric dramas, Poll.4.118. (ἰζάλη [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ἰζάνη Poll. [[l.c.]], ἰσάλη Sch.Ar.''Nu.''72; cf. the forms ἰσσέλα, ἰτθέλα, ἰσθλῆ [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ἰσσέλη Theognost.''Can.''14: cf. [[θριαί]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰξᾰλῆ''': (οὐχὶ ἰξάλη), ἡ, δέρμα αἰγός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· ἐχρησίμευεν ὡς [[ἔνδυμα]] τῶν ὑποκριτῶν ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, «[[ἐσθής]] σατυρικὴ» [[Πολυδ]]. Δ΄. 118. Ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 72 φέρεται ἰσάλη, ἐν Θεογνώστ. Καν. σ. 14 ἰσσέλη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰξαλῆ]]· αἰγὸς [[δορά]]. ἢ πηδητική». - Ἴδε παρὰ τῷ αὐτῷ καὶ τὰς λέξεις: [[ἰσσέλα]] καὶ ἰτθελᾶν ἃς ἑρμηνεύει διὰ τῆς λέξεως [[διφθέρα]]. - Πρβλ. ἀλωπεκῆ, λεοντῆ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 320.
|lstext='''ἰξᾰλῆ''': (οὐχὶ ἰξάλη), ἡ, δέρμα αἰγός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· ἐχρησίμευεν ὡς [[ἔνδυμα]] τῶν ὑποκριτῶν ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, «[[ἐσθής]] σατυρικὴ» Πολυδ. Δ΄. 118. Ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 72 φέρεται ἰσάλη, ἐν Θεογνώστ. Καν. σ. 14 ἰσσέλη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰξαλῆ]]· αἰγὸς [[δορά]]. ἢ πηδητική». - Ἴδε παρὰ τῷ αὐτῷ καὶ τὰς λέξεις: [[ἰσσέλα]] καὶ ἰτθελᾶν ἃς ἑρμηνεύει διὰ τῆς λέξεως [[διφθέρα]]. - Πρβλ. ἀλωπεκῆ, λεοντῆ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 320.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰξαλῆ]] και ἰξάλη, ἡ (Α) [[ίξαλος]]<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] κατσίκας<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]] υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», <b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=[[ἰξαλῆ]] και [[ἰξάλη]], ἡ (Α) [[ίξαλος]]<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] κατσίκας<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]] υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», <b>Πολυδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 13:31, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξᾰλῆ Medium diacritics: ἰξαλῆ Low diacritics: ιξαλή Capitals: ΙΞΑΛΗ
Transliteration A: ixalē̂ Transliteration B: ixalē Transliteration C: iksali Beta Code: i)calh=

English (LSJ)

(ἰξάλη in codd., but ἰξαλῆ Ael.Dion.Fr.398), ἡ, goat's skin (τελείας αἰγὸς δέρμα, Erot.), Hp.Fract.29, cf. Gal.19.106; used as a dress for actors in satyric dramas, Poll.4.118. (ἰζάλη Hsch., ἰζάνη Poll. l.c., ἰσάλη Sch.Ar.Nu.72; cf. the forms ἰσσέλα, ἰτθέλα, ἰσθλῆ Hsch., ἰσσέλη Theognost.Can.14: cf. θριαί).

German (Pape)

[Seite 1255] ἡ, zsgzgn aus ἰξαλέα, Ziegenfell, Hippoer., VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξᾰλῆ: (οὐχὶ ἰξάλη), ἡ, δέρμα αἰγός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· ἐχρησίμευεν ὡς ἔνδυμα τῶν ὑποκριτῶν ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, «ἐσθής σατυρικὴ» Πολυδ. Δ΄. 118. Ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 72 φέρεται ἰσάλη, ἐν Θεογνώστ. Καν. σ. 14 ἰσσέλη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰξαλῆ· αἰγὸς δορά. ἢ πηδητική». - Ἴδε παρὰ τῷ αὐτῷ καὶ τὰς λέξεις: ἰσσέλα καὶ ἰτθελᾶν ἃς ἑρμηνεύει διὰ τῆς λέξεως διφθέρα. - Πρβλ. ἀλωπεκῆ, λεοντῆ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 320.

Greek Monolingual

ἰξαλῆ και ἰξάλη, ἡ (Α) ίξαλος
1. δέρμα κατσίκας
2. ένδυμα υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», Πολυδ.).