θωπευτής: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(17)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. θωπεύτρια [[θωπεύω]]<br />αυτός που χαϊδεύει ή κολακεύει κάποιον, ο [[κόλακας]].
|mltxt=ὁ, θηλ. θωπεύτρια [[θωπεύω]]<br />αυτός που χαϊδεύει ή κολακεύει κάποιον, ο [[κόλακας]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Schmeichler]]</i> ?
}}
}}

Latest revision as of 16:48, 24 November 2022

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. θωπεύτρια θωπεύω
αυτός που χαϊδεύει ή κολακεύει κάποιον, ο κόλακας.

German (Pape)

ὁ, der Schmeichler ?