ἰσόπυκνος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isopyknos | |Transliteration C=isopyknos | ||
|Beta Code=i)so/puknos | |Beta Code=i)so/puknos | ||
|Definition= | |Definition=ἰσόπυκνον, [[equally condensed]] (by tension), χορδή Porph. ''in Harm.''p.296W. (comment on [[πυκνοτέρας]] in Ptol.''Harm.''1.8). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσόπυκνος]], -ον (Α)<br />(για χορδές) αυτός που έχει ίση [[πυκνότητα]] όταν τεντώνεται. | |mltxt=[[ἰσόπυκνος]], -ον (Α)<br />(για χορδές) αυτός που έχει ίση [[πυκνότητα]] όταν τεντώνεται. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰσόπυκνον, equally condensed (by tension), χορδή Porph. in Harm.p.296W. (comment on πυκνοτέρας in Ptol.Harm.1.8).
Greek Monolingual
ἰσόπυκνος, -ον (Α)
(για χορδές) αυτός που έχει ίση πυκνότητα όταν τεντώνεται.