κάκανο: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />[[χάχανο]], ηχηρό [[γέλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιία από τον ήχο του γέλιου <i>κα</i>-<i>κα</i>-<i>κα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[χαχανίζω]])].
|mltxt=το<br />[[χάχανο]], ηχηρό [[γέλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιία από τον ήχο του γέλιου <i>κα</i>-<i>κα</i>-<i>κα</i> ([[πρβλ]]. [[χαχανίζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:12, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
χάχανο, ηχηρό γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τον ήχο του γέλιου κα-κα-κα (πρβλ. χαχανίζω)].