κάκανο

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

το
χάχανο, ηχηρό γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τον ήχο του γέλιου κα-κα-κα (πρβλ. χαχανίζω)].