ιανογλέφαρος: Difference between revisions
From LSJ
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
(17) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱανογλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με βιολετί [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιο</i>-<i>γλέφαρος</i>, με [[παρέκταση]] [[κατά]] τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>κυανο</i>-( | |mltxt=[[ἱανογλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με βιολετί [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιο</i>-<i>γλέφαρος</i>, με [[παρέκταση]] [[κατά]] τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>κυανο</i>-([[πρβλ]]. [[κυανοβλέφαρος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:50, 13 May 2023
Greek Monolingual
ἱανογλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με βιολετί χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιο-γλέφαρος, με παρέκταση κατά τα σύνθ. με α' συνθετικό κυανο-(πρβλ. κυανοβλέφαρος)].