ευρυσθενής: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(15)
 
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρυσθενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (και ως επίθ. του [[Διός]], του Απόλλωνος, του Τελαμώνος) αυτός που έχει μεγάλο [[σθένος]], ο [[πανίσχυρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[σθένος]], που δίνει [[δύναμη]] («πλοῡτος [[εὐρυσθενής]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σθένος]])].
|mltxt=[[εὐρυσθενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (και ως επίθ. του [[Διός]], του Απόλλωνος, του Τελαμώνος) αυτός που έχει μεγάλο [[σθένος]], ο [[πανίσχυρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[σθένος]], που δίνει [[δύναμη]] («πλοῦτος [[εὐρυσθενής]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σθένος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 28 March 2021

Greek Monolingual

εὐρυσθενής, -ές (Α)
1. (και ως επίθ. του Διός, του Απόλλωνος, του Τελαμώνος) αυτός που έχει μεγάλο σθένος, ο πανίσχυρος
2. αυτός που παρέχει σθένος, που δίνει δύναμη («πλοῦτος εὐρυσθενής», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -σθενής (< σθένος)].