κορνώδη: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα<br /><b>βοτ.</b> [[τάξη]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που περιλαμβάνει 10 οικογένειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=τα<br /><b>βοτ.</b> [[τάξη]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που περιλαμβάνει 10 οικογένειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cornales</i> <span style="color: red;"><</span> <i>corn</i>- (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cornus</i> / <i>cornum</i> «[[κράνο]][ν]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ales</i> που αποδίδεται με την -<i>ώδη</i>]. | ||
}} | }} |