τροχαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trochastikos
|Transliteration C=trochastikos
|Beta Code=troxastiko/s
|Beta Code=troxastiko/s
|Definition=ή, όν, later Greek for Att. <b class="b3">θρεκτικός</b> (Moer.p.187 P.), <b class="b3">ἡ τ. ἕξις</b> or <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> δύναμις <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.18.1</span>.</span>
|Definition=τροχαστική, τροχαστικόν, later Greek for Att. [[θρεκτικός]] (Moer.p.187 P.), <b class="b3">ἡ τ. ἕξις</b> or δύναμις Arr.''Epict.''2.18.1.
}}
{{ls
|lstext='''τροχαστικός''': -ή, -όν, Ἑλληνικῶς· Ἀττικῶς δὲ θρεκτικὸς (Μοῖρ. 187), ἡ τρ. [[ἕξις]] ἢ [[δύναμις]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τροχαστικός]], -ή, -όν, ΜΑ [[τροχάζω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[ταχύ]] βηματισμό.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχαστικός Medium diacritics: τροχαστικός Low diacritics: τροχαστικός Capitals: ΤΡΟΧΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: trochastikós Transliteration B: trochastikos Transliteration C: trochastikos Beta Code: troxastiko/s

English (LSJ)

τροχαστική, τροχαστικόν, later Greek for Att. θρεκτικός (Moer.p.187 P.), ἡ τ. ἕξις or δύναμις Arr.Epict.2.18.1.

Greek (Liddell-Scott)

τροχαστικός: -ή, -όν, Ἑλληνικῶς· Ἀττικῶς δὲ θρεκτικὸς (Μοῖρ. 187), ἡ τρ. ἕξιςδύναμις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τροχαστικός, -ή, -όν, ΜΑ τροχάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταχύ βηματισμό.