ακροθαλασσιά: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ακροθάλασσα]], η<br />η [[άκρη]] της θάλασσας [[κοντά]] στη [[στεριά]] ή η [[άκρη]] της στεριάς που βρέχεται από τη [[θάλασσα]], [[ακρογιαλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[θάλασσα]]<br />ο [[μεταπλασμός]] αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ακρογιαλιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροθαλασσινός]], [[ακροθαλάσσιος]], [[ακροθαλασσίτης]]].
|mltxt=και [[ακροθάλασσα]], η<br />η [[άκρη]] της θάλασσας [[κοντά]] στη [[στεριά]] ή η [[άκρη]] της στεριάς που βρέχεται από τη [[θάλασσα]], [[ακρογιαλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[θάλασσα]]<br />ο [[μεταπλασμός]] αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ακρογιαλιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροθαλασσινός]], [[ακροθαλάσσιος]], [[ακροθαλασσίτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

και ακροθάλασσα, η
η άκρη της θάλασσας κοντά στη στεριά ή η άκρη της στεριάς που βρέχεται από τη θάλασσα, ακρογιαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + θάλασσα
ο μεταπλασμός αναλογικά προς τη λ. ακρογιαλιά.
ΠΑΡ. ακροθαλασσινός, ακροθαλάσσιος, ακροθαλασσίτης].