ακρόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρόχειρ]] (-χειρος), ο (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του χεριού από τον καρπό και [[κάτω]]<br /><b>2.</b> ο «[[ανδροφόνος]]» (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]]<br />μεταγενέστερη λ. [[αντί]] του [[ἄκρα]] [[χείρ]], <b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀκρόπους]].
|mltxt=[[ἀκρόχειρ]] (-χειρος), ο (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του χεριού από τον καρπό και [[κάτω]]<br /><b>2.</b> ο «[[ανδροφόνος]]» (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]]<br />μεταγενέστερη λ. [[αντί]] του [[ἄκρα]] [[χείρ]], πρβλ. και [[ἀκρόπους]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκρόχειρ (-χειρος), ο (Α)
1. το μέρος του χεριού από τον καρπό και κάτω
2. ο «ανδροφόνος» (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + χείρ
μεταγενέστερη λ. αντί του ἄκρα χείρ, πρβλ. και ἀκρόπους.