ακύρωση: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκύρωσις]])<br />[[αφαίρεση]] του κύρους, [[κατάργηση]], [[αθέτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκυρῶ</i> (-ώνω).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακυρώσιμος]]].
|mltxt=η (Α [[ἀκύρωσις]])<br />[[αφαίρεση]] του κύρους, [[κατάργηση]], [[αθέτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκυρῶ</i> (-ώνω).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακυρώσιμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἀκύρωσις)
αφαίρεση του κύρους, κατάργηση, αθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκυρῶ (-ώνω).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρώσιμος].