αθέτηση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἀθέτησις)
ακύρωση, παραβίαση, καταπάτηση όρκου, νόμου ή συμφωνίας
αρχ.
1. παραμέληση, κατάργηση
2. απόρριψη νόθου χωρίου ή λέξης από συγγραφικό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αθετώ.
ΠΑΡ. αθετήσιμος].
η (Α ἀθέτησις)
ακύρωση, παραβίαση, καταπάτηση όρκου, νόμου ή συμφωνίας
αρχ.
1. παραμέληση, κατάργηση
2. απόρριψη νόθου χωρίου ή λέξης από συγγραφικό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αθετώ.
ΠΑΡ. αθετήσιμος].