ακύρωση
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
Greek Monolingual
η (Α ἀκύρωσις)
αφαίρεση του κύρους, κατάργηση, αθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκυρῶ (-ώνω).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρώσιμος].
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
η (Α ἀκύρωσις)
αφαίρεση του κύρους, κατάργηση, αθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκυρῶ (-ώνω).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρώσιμος].