αλάθητος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[αλάθητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κάνει λάθη, ο [[αλάθευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο [[αναμάρτητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο [[αλάνθαστος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[αλάθητο]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί να λησμονηθεί, [[αξέχαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλαθον</i>, [[λανθάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλάθητο]]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[αλάθητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κάνει λάθη, ο [[αλάθευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο [[αναμάρτητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο [[αλάνθαστος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[αλάθητο]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί να λησμονηθεί, [[αξέχαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλαθον</i>, [[λανθάνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλάθητο]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ αλάθητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κάνει λάθη, ο αλάθευτος
2. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο αναμάρτητος
3. αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο αλάνθαστος
4. το ουδ. ως ουσ. το αλάθητο
μσν.
αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί να λησμονηθεί, αξέχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ἔλαθον, λανθάνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλάθητο].