αλάθευτος
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Greek Monolingual
-η, -ο λαθεύω
1. αυτός που δεν κάνει λάθη, που δεν πέφτει σε σφάλματα, αλάθητος
2. αυτός που δεν αποτυγχάνει στον σκοπό του
3. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, αναμάρτητος
4. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάνθαστος.