αλωπεκή: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ ἀλωπεκή<br />Α ἀλωπεκή, -έη) [[δέρμα]], [[προβιά]] αλεπούς<br /><b>μσν.</b><br />πονηριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλωπέκειος]] ή σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] από <i>αλωπεκ</i>-, θ. της λ. [[αλώπηξ]]].
|mltxt=η (Μ ἀλωπεκή<br />Α ἀλωπεκή, -έη) [[δέρμα]], [[προβιά]] αλεπούς<br /><b>μσν.</b><br />πονηριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλωπέκειος]] ή σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] από <i>αλωπεκ</i>-, θ. της λ. [[αλώπηξ]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Μ ἀλωπεκή
Α ἀλωπεκή, -έη) δέρμα, προβιά αλεπούς
μσν.
πονηριά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλωπέκειος ή σύμφωνα με άλλη άποψη από αλωπεκ-, θ. της λ. αλώπηξ].