ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
η (Μ ἀλωπεκή
Α ἀλωπεκή, -έη) δέρμα, προβιά αλεπούς
μσν.
πονηριά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλωπέκειος ή σύμφωνα με άλλη άποψη από αλωπεκ-, θ. της λ. αλώπηξ].