αμετροεπής: Difference between revisions

From LSJ
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀμετροεπής]])<br />αυτός που δεν έχει [[μέτρο]] στο λέγειν, [[φλύαρος]], [[αθυρόστομος]], [[αυθάδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμετρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμετροέπεια]]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀμετροεπής]])<br />αυτός που δεν έχει [[μέτρο]] στο λέγειν, [[φλύαρος]], [[αθυρόστομος]], [[αυθάδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμετρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμετροέπεια]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμετροεπής)
αυτός που δεν έχει μέτρο στο λέγειν, φλύαρος, αθυρόστομος, αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμετρος + -επής < ἔπος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροέπεια].