αμμόχορτο: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />αγριόχορτο που φυτρώνει σε αμμώδη εδάφη, [[αλλιώς]] βρωμόχορτο, [[χαμοσκίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[χόρτο]]].
|mltxt=το<br />αγριόχορτο που φυτρώνει σε αμμώδη εδάφη, [[αλλιώς]] βρωμόχορτο, [[χαμοσκίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[χόρτο]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

το
αγριόχορτο που φυτρώνει σε αμμώδη εδάφη, αλλιώς βρωμόχορτο, χαμοσκίδι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + χόρτο].