αμβλύστομος: Difference between revisions

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει αμβλύ [[στόμα]], μη [[αιχμηρός]], μη [[κοφτερός]], στομωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμβλύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει αμβλύ [[στόμα]], μη [[αιχμηρός]], μη [[κοφτερός]], στομωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμβλύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]].
}}
}}

Latest revision as of 23:22, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει αμβλύ στόμα, μη αιχμηρός, μη κοφτερός, στομωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμβλύς + -στομος < στόμα.