αμφικρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφικρύπτω]] (Α) [[κρύπτω]]<br />[[σκεπάζω]] ή [[κρύβω]] [[κάτι]] από όλες τις πλευρές, [[περικαλύπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρύπτω]].
|mltxt=[[ἀμφικρύπτω]] (Α) [[κρύπτω]]<br />[[σκεπάζω]] ή [[κρύβω]] [[κάτι]] από όλες τις πλευρές, [[περικαλύπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρύπτω]].
}}
}}

Latest revision as of 23:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφικρύπτω (Α) κρύπτω
σκεπάζω ή κρύβω κάτι από όλες τις πλευρές, περικαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κρύπτω.