Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
ἀμφικρύπτω (Α) κρύπτωσκεπάζω ή κρύβω κάτι από όλες τις πλευρές, περικαλύπτω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κρύπτω.