ανατομία: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(4)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] της ανατομής, η [[διενέργεια]] ανατομής<br /><b>2.</b> η [[ανατομική]] [[επιστήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανατομή]] (<span style="color: red;"><</span> [[ανατέμνω]]). Η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>anatomy</i>, σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα ον. σε -[[τομία]] και πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1738 από τον Λ. Πατούσα].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] της ανατομής, η [[διενέργεια]] ανατομής<br /><b>2.</b> η [[ανατομική]] [[επιστήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανατομή]] (<span style="color: red;"><</span> [[ανατέμνω]]). Η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. <i>anatomy</i>, σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα ον. σε -[[τομία]] και πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1738 από τον Λ. Πατούσα].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 23 December 2018

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη της ανατομής, η διενέργεια ανατομής
2. η ανατομική επιστήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατομή (< ανατέμνω). Η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. anatomy, σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ον. σε -τομία και πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1738 από τον Λ. Πατούσα].