Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(Α ἀνατέμνω)
κόβω, σχίζω ανθρώπινο σώμα
νεοελλ.
αποκόβω όργανα από πτώμα για να τα εξετάσω, εκτελώ ανατομικές εργασίες
2. εξετάζω σχολαστικά, αναλύω λεπτομερειακά
αρχ.
1
κατακόπτω, ξεσχίζω
2. χαράζω, ανοίγω.