ανδρόγυνος: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(4)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=, -η, -ο (AM [[ἀνδρόγυνος]] -ον)<br />[[κοινός]] στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά»)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ανδρόγυνος]]<br />ανδρόγυνης<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με γυναίκες) [[λεσβιακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γυνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυνή]])].
|mltxt=, -η, -ο (AM [[ἀνδρόγυνος]] -ον)<br />[[κοινός]] στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά»)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ανδρόγυνος]]<br />ανδρόγυνης<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με γυναίκες) [[λεσβιακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γυνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυνή]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

, -η, -ο (AM ἀνδρόγυνος -ον)
κοινός στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά»)
νεοελλ.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο ανδρόγυνος
ανδρόγυνης
αρχ.
(σχετικά με γυναίκες) λεσβιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -γυνος (< γυνή)].