ανδρόγυνος
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
Greek Monolingual
, -η, -ο (AM ἀνδρόγυνος -ον)
κοινός στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά»)
νεοελλ.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο ανδρόγυνος
ανδρόγυνης
αρχ.
(σχετικά με γυναίκες) λεσβιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -γυνος (< γυνή)].