ανδρόγυνος

From LSJ

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοίPylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source

Greek Monolingual

, -η, -ο (AM ἀνδρόγυνος -ον)
κοινός στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά»)
νεοελλ.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο ανδρόγυνος
ανδρόγυνης
αρχ.
(σχετικά με γυναίκες) λεσβιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -γυνος (< γυνή)].