λεσβιακός
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
-ή, -ό (Α λεσβιακός, -ή, -όν) Λέσβιος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή στους Λεσβίους (α. «λεσβιακή διάλεκτος» β. «λεσβιακός έρωτας»).
επίρρ...
λεσβιακώς
με τρόπο όμοιο με τον τρόπο τών Λεσβίων.