ὑπερανάστης: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperanastis | |Transliteration C=yperanastis | ||
|Beta Code=u(perana/sths | |Beta Code=u(perana/sths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span | |Definition=ὑπερανάστου, ὁ, = [[μετανάστης]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπερανάστης''': -ου, ὁ, = [[μετανάστης]]. «[[ὑπερανάστης]]· [[μετανάστης]], [[μεταβάτης]]» Ἡσύχ., Φώτ. ἐν λέξ. - Ἀδόκιμος [[λέξις]] κατὰ Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[μετανάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ναίω]] «[[κατοικώ]]), <b>βλ.</b> και λ. [[μετανάστης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:28, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπερανάστου, ὁ, = μετανάστης, Hsch., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερανάστης: -ου, ὁ, = μετανάστης. «ὑπερανάστης· μετανάστης, μεταβάτης» Ἡσύχ., Φώτ. ἐν λέξ. - Ἀδόκιμος λέξις κατὰ Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο μετανάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + νάστης (< ναίω «κατοικώ), βλ. και λ. μετανάστης.