αρκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀρκτικός]], -ή, -όν) [[άρκτος]]<br />ο [[βόρειος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἀρκτικά</i><br />οι βόρειοι αστερισμοί.———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό (Α [[ἀρκτικός]], -ή, -όν) [[άρχομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> <b>συνήθ. στον πληθ.</b> οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι υπόλοιποι<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αρχικός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀρκτικός]], -ή, -όν) [[άρκτος]]<br />ο [[βόρειος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἀρκτικά</i><br />οι βόρειοι αστερισμοί.<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό (Α [[ἀρκτικός]], -ή, -όν) [[άρχομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> <b>συνήθ. στον πληθ.</b> οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι υπόλοιποι<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αρχικός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:57, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (AM ἀρκτικός, -ή, -όν) άρκτος
ο βόρειος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀρκτικά
οι βόρειοι αστερισμοί.
(II)
-ή, -ό (Α ἀρκτικός, -ή, -όν) άρχομαι
νεοελλ.
γραμμ. συνήθ. στον πληθ. οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι υπόλοιποι
αρχ.
ο αρχικός.