αστιγματικός: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από αστιγματισμό<br /><b>2.</b> όποιος έχει την [[ιδιότητα]] του αστιγματικού<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που διορθώνει τον αστιγματισμό («αστιγματικοί φακοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[στίγμα]] (-<i>τος</i>) <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ικος</i>- <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>astigmatic</i>(<i>al</i>). Ο [[ελληνικός]] όρος [[αστιγματικός]] μαρτυρείται στον Δημήτριο Κοκίδη].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από αστιγματισμό<br /><b>2.</b> όποιος έχει την [[ιδιότητα]] του αστιγματικού<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που διορθώνει τον αστιγματισμό («αστιγματικοί φακοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[στίγμα]] (-<i>τος</i>) <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ικος</i>- πρβλ. αγγλ. <i>astigmatic</i>(<i>al</i>). Ο [[ελληνικός]] όρος [[αστιγματικός]] μαρτυρείται στον Δημήτριο Κοκίδη].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που πάσχει από αστιγματισμό
2. όποιος έχει την ιδιότητα του αστιγματικού
3. εκείνος που διορθώνει τον αστιγματισμό («αστιγματικοί φακοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- στερ. + στίγμα (-τος) + (κατάλ.) -ικος- πρβλ. αγγλ. astigmatic(al). Ο ελληνικός όρος αστιγματικός μαρτυρείται στον Δημήτριο Κοκίδη].